- πέδορτος
- (I)-ον, Ααυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ-ορτος, παλίν-ορτος].————————(II)-ον, Ααυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή, μεθέορτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ἑορτή / ὁρτή].
Dictionary of Greek. 2013.